- σφηκαλέων
- σφηκαλέων, οντος, ὁ, 'lion-wasp', a kind of insect,A
σ. τοὺς ἐν τῇ ἀράχνῃ PMag.Leid.W.8.8
(σφυη-, but υ erased).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. τοὺς ἐν τῇ ἀράχνῃ PMag.Leid.W.8.8
(σφυη-, but υ erased).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφηκαλέων — οντος, ὁ, Α είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + λέων] … Dictionary of Greek
σφηκαλέοντας — σφηκαλέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek